- ορούω
- ὀρούω (ΑΜ)(επικ. και ποιητ. τ.)1. εγείρομαι και ορμώ βίαια προς τα εμπρός ή εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιπίπτω, επιτίθεμαι2. κινώ3. παλεύω εναντίον κάποιου («τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει», Πίνδ.)4. είμαι έτοιμος ή πρόθυμος να πράξω κάτι5. εγείρομαι, υψώνομαι («ἐκ... κεφαλῆς δίδυμον κέρας ἰθὺς ὀρούει», Οππ.)6. ξεκινώ, εξορμώ από κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όρνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.